Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμοπνοώ — θερμοπνοῶ, έω (Μ) είμαι φλογερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πνοώ (< πνοος < πνέω), πρβλ. βραχυ πνοώ, ευ πνοώ] … Dictionary of Greek
ταχυπνοώ — έω, Α αναπνέω γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πνοῶ (< πνους < πνοή), πρβλ. βραχυ πνοῶ] … Dictionary of Greek